- καταύσεις
- καταύ̱σεις , κατά-αὔω 2cry outaor subj act 2nd sg (epic)καταύ̱σεις , κατά-αὔω 2cry outfut ind act 2nd sgκαταύ̱σεις , κατά-ὕωrainaor subj act 2nd sg (epic)καταύ̱σεις , κατά-ὕωrainfut ind act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.